- συμπολίτας
- συμπολί̱τᾱς , συμπολίτηςfellow-citizenmasc acc plσυμπολί̱τᾱς , συμπολίτηςfellow-citizenmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.